βαβουρανιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαβουρανιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βαβουρανιˬὰ ἡ, Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ βαβούρα (ΙΙ).

Σημασιολογία

Βαβούρα (ΙΙ) 1, ὃ ἰδ.: Τὰ κωπέλλιˬα κάνουνε βαβουρανιˬά. Ἤτονε ἐκε͜ιὰ πολὺς κόσμος κ᾿ ἔκανε μιὰ βαβουρανιˬὰ ποῦ δὲ λέγεται.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/