βαβουριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαβουριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαβουριˬάζω Βιθυν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βαβούρα (Ι).
Σημασιολογία
1) Κυρτοῦμαι ὑπὸ τοῦ γήρατος. Ἡ μετοχ βαβουριασμένος λέγεται ἐπὶ ἀσθενοῦς. Συνών. καμπουριˬάζω. 2) Συστέλλομαι ὑπὸ τοῦ ψύχους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA