ἀντζῖνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντζῖνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντζῖνα ἡ, Ἀπουλ. ἀγγῖνα Ζάκ. ἀgῖνα Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾽Ιταλ. angina ἢ ἐκ τοῦ Λατιν. angina.
Σημασιολογία
1) Κυνάγχη Ἀπουλ. Ζάκ. Συνών. συνάχι. 2) Φαρυγγῖτις Ζάκ. 3) Ἡ φλεγμονὴ τῶν άμυγδαλῶν καὶ παρισθμίων Κεφαλλ.: Ἔχει ἀgῖνα καὶ κακοκαταπίνει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA