βαβουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαβουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαβουρίζω Θήρ. Κρήτ. Πελοπν. (Αἴγ. Κορινθ.) κ.ἀ. βαουρίζω Κύπρ. παουρίζω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βαβούρα (ΙΙ). Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β 957 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)

Σημασιολογία

1) Παράγω βόμβον, βομβῶ, ἠχῶ Θήρ. Κρήτ. κ.ἀ.: Βαβουρίζουνε οἱ μέλισσες Κρήτ. Μιὰ μυῖγα βαβουρίζει ᾿ς τ᾿ ἀφιά μου αὐτόθ. Βαβουρίζει τὸ κεφάλι μου-τὸ κορμί μου (τὸ περιέχον ἀντὶ τοῦ περιεχομένου, δηλ οἱ ψεῖρες τοῦ κεφαλιοῦ μου κτλ.) Θήρ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. «θωρῶ κ’ ἐμαζωχτήκετε καὶ βαβουρίζετ’ ὅλοι. 2) Βοῶ, κραυγάζω, φωνάζω Κύπρ. Πελοπν. (Αἴν. Κορινθ.): ᾿Εβαβούριζα οὕλη νύχτα σὰ σκυλλὶ ἀπ’ τοὺς πόνους Αἴγ. Σὰν τὴ σκύλλα ἐβαβούριζε Κορινθ. β) Μετβ. διαδίδω τι, κοινολογῶ Συμ: Ἐβαβούρισέν τα. 3) Ὠρύομαι, ἐπὶ κυνός, ἀλώπεκος κττ. Κύπρ. 4) Ὑλακτῶ Κύπρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαβίζω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/