γιˬατριλίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατριλίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬατριλίκι τό, ἐνιαχ. γιˬατριλί’ Μακεδ. (Ἅγιος Νικόλ.).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατρὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιλίκι.
Σημασιολογία
Ἡ ἐξάσκησις τοῦ ἰατρικοῦ ἐπαγγέλματος ἔνθ᾽ ἀν.: Καλὰ γιˬατριλίκια! (εὐχῆ πρὸς ἰατρὸν) Ἅγιος Νικόλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA