γιˬατροβότανο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατροβότανο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬατροβότανο τό, Δ. Χατζόπ., Ρουμελιώτ. διηγήμ., Παρνασσ. 14 (1892), 563 Κ. Παλαμ., Τάφ.2, 71.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γιˬατρὸς καὶ βότανο.
Σημασιολογία
Βότανον, φάρμακον διδόμενον ὑπὸ ἰατροῦ πρὸς θεραπείαν ἀσθενοῦς ἔνθ’ ἀν.: Ποιημ. Τὰ ἱστορικὰ θὰ σοῦ πῇ τῆς γενιˬᾶς μας, ποὺ ἡ Μοῖρα τὴν ἔχει μὲ χωριστὴ σφραγῖδα βαθιˬὰ σφραγιστὴ νὰ δουλεύῃ σὰ γιˬατροβότανο, μάρμαρο, μέλι, μαχαίρι, τὸ Λόγο Κ. Παλαμ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA