Βαβυλῶνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Βαβυλῶνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

Βαβυλῶνα ἡ, Καρπ Κύπρ. Λέσβ. κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ. 491 Βαβυῶνα Βιθυν. (Κατιρ.) Βαβυλῶνας ὁ, Κύπρ. Βαβυλώνι τό, Ἴων. (Σόκ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. τοπων. Βαβυλών. Τὸ ἀρσεν. Βαβυλῶνας καὶ τὸ οὐδ. Βαβυλῶνι ἐκ τῆς ἐπελθούσης λήθης τοῦ ἀρχικοῦ ὀνόματος.

Σημασιολογία

Ἡ λέξις ἀναφέρεται πολλάκις εἰς ὅρκους καὶ ᾄσματα ὥς τι ὄνομα ἱερὸν (διότι συχνάκις ἀκούεται ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ γλώσσῃ) ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Μὰ τὴ Βαβυλῶνα! (ὅρκος) Κάρπ-Λεξ. Βλαστ. || ᾎσμ.Ὄχι, μὰ τὸν ἀρχάγγελο καὶ μὰ τὴν Βαβυλῶνα, μὰ τὸ σπαθὶ ποῦ τζώνομαι, ἔν εἶμαι παντρεμ-μένος Κάρπ. Κυρά, γαbρὸ σὶ φέραμι ἀποὺ τὴ Βαβυλῶνα Λέσβ. Μέσα ’ς τὴ μέση τοῦ γιˬαλοῦ, μέσα ’ς τὴ Βαβυλῶνα Κύπρ. Ἀπ’ ἄκρη σ᾽ ἄκρη τοῦ γιˬαλοῦ κάτω ’ς τὴ Βαβυλῶνα αὐτόθ. Προξένε͜ια ἔν᾿ ποῦ τοὺς ἤρτασιν ἀποὺ τὸν Βαβυλῶνα Κύπρ. Νὰ ᾿ρθῇ τ’ ἀθάνατο νερὸ ἀπὸ τὸ Βαβυλῶνι Σόκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/