γιˬατρολόγημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατρολόγημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬατρολόγημα τό, Ἀδάμ, Ἀπὸ τὸ χωρ, 22 -Λεξ. Βλαστ. 40 γιˬατρολόημα πολλαχ. γιˬατρουλόημα βόρ. ἰδιώμ. ζατρολόημα Κάλυμν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γιˬατρολογῶ.
Σημασιολογία
Θεραπεύω διὰ πρακτικῶν μέσων πολλαχ.: Τὴν ἀρχίνησε μὲ τὰ γιˬατρολοήματα καὶ τὴν ἔκανε καλὰ Πελοπν (Γαργαλ.) Μὶ τὰ γιˬατρουλουήματα καταφέραμι κὶ τοὺν σταταρώσαμι (= τὸν ἐστήσαμε ’ς τὰ πόδια, τὸν ἐθεραπεὐσαμε) Εὔβ. (Ἄκρ.) Μὲ τριψίματα τσαὶ ζατρολοήματα συνἣρτε ’ς τὸν-ν ἱαυτόν dου Κάλυμν. Ἦρθαν οἱ φιλαινάδες τῆς κυραμάννας μου νὰ τὴ δοῦν, γιˬατὶ ἤταν ἀνήμπορη, κι ἄρχισαν τὰ γιˬατρολογήματα (κυραμάννα = γιαγιὰ) Ἀδάμ, ἔνθ’ ἀν. Συνών γιˬατροκομιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA