γιˬατρολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατρολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬατρολόγος ὁ, Κ. Παλαμ., Θάνατ. παλληκ., 29,34 γιˬατρολόος Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατρὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λόγος, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 248,249.
Σημασιολογία
Πρακτικὸς ἰατρὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔφτασεν ἀπ᾿ τὸ χωριˬὸ τῆς Λυγαριˬᾶς ἕνας περίφημος γιˬατρολόγος Κ. Παλαμ ἔνθ᾽ ἀν., 29. Ἔπεσαν μιˬὰ φορὰ ’ς τὰ χέριˬα τῶν γιˬατρολόγων Κ. Παλαμ. ἔνθ’ ἀν., 34. || ᾎσμ. Καὶ πέφτ’ ἡ κόρη ’ς ἀρρωστιὰ τοῦ θανατᾶ στρωμένη, μπαίνου καὶ βγαίνουσι γιˬατροί, γιˬατροὶ καὶ γιˬατρολόοι Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA