γαλάγρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλάγρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαλάγρα ἡ, Μακεδ. (Κοζ.) - Λεξ. Κομ. Μπριγκ. γαλάγριˬα Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ.) - Λεζ. Γαζ. (λ. ἐκπιεστήριον).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γαλεάγρα = παγὶς δι᾿ ἧς συλλαμβάνονται γαλαῖ. Διὰ τὸν παρεκτεταμένον τύπ. γαλάγριˬα πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 309.
Σημασιολογία
1) ’Εργαλεῖον τῶν πεταλωτῶν Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ.) - Λεξ. Κομ. Μπριγκ. Συνών. ντανάλιˬα. 2) Πιεστήριον τῶν βιβλιοδετῶν Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ. Κοζ.) 3) Πιεστήριον ἐλαιοτριβείου Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ.) - Λεξ. Γαζ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA