γιˬατροπορεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατροπορεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬατροπορεύω Ἄνδρ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν. Τσακίλ.) Πελοπν. (Μάν.) Χίος (Ἐγρηγόρ. κ.ἀ.) γιˬατροπορεύγω Κρήτ. Σίφν. κ.ἀ. – Π. Βλαστ., Κριτικ., ταξίδ., 20,93 Μέσ. γιˬατροπορεύομαι Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν. (Μάν) γιˬατρουπουρεύουμι Ἤπ. (Κουκούλ.) γιˬατρουπουρεύουμ’ Ἴμβρ. γιˬατροπορεύγομαι Θράκ. (Τσακίλ.) γιˬατροπορέβκομαι Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατρὸς καὶ τοῦ ρ. πορεύω, -ομαι.
Σημασιολογία
1) Γιατρολογῶ, τὸ ὁπ. βλ, Ἤπ. Θήρ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) Σίφν. Χίος (Ἐγρηγόρ. κ.ἀ.): Δὲ bορῶ νὰ σὲ γιˬατροπορεύω πλιˬὸ Θήρ. Σ’ οὕλους τσὶ γιˬατροὺς τσ’ Ἀθήνας τὰ γυροφέρανε καὶ τὰ γιˬατροπορέψανε, μὰ πρᾶμα δὲν ἐκάμανε (= δὲν κατώρθωσαν τίποτε) Κρήτ. Ἦρχε ἡ γειτόνισσα καὶ μὲ γιˬατροπορεύγει Σίφν. Καὶ τὶς ἀρρώστιες ὅλες γιˬατροπορεύγει τοῦ ἅγιˬου ἡ χάρη Π. Βλαστ ἔνθ’ ἀν., 20. 2) Μέσ., θεραπεύω τὸν ἑαυτόν μου μὲ πρόχειρα πρακτικὰ φάρμακα ἢ ἀκολουθὥ ὡρισμένην θεραπευτικὴν ἀγωγὴν κατόπιν ἰατρικῆς ὑποδεἰξεως Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Κρήτ. Κύπρ Σίφν. Χίος (Ἐγρηγόρ. κ.ἀ.): Ἔχει πολ-λοὺς ποὺ γιˬατροπορέβκονται μόνοι των ταὶ κάμνουν διτή τους γιˬατριτὴν Κύπρ. Συνών βλ. εἰς λ. γιˬατροκομῶ. β) Μετέρχομαι τὸν πρακτικὸν ἰατρὸν Θήρ. Θρᾴκ. (Τσακίλ. κ.ἀ.): Ὁ Παντέλης γιˬατροπορεύγεται καὶ βγάζ’ καλούτσ’κα τὸ ψωμί τ’ Τσακίλ. 3) Παθ., ὑποβάλλομαι ὑπό τινος εἰς θεραπείαν Ἤπ. (Κουκούλ. κ.ἀ.) Σίφν. κ.ἀ.: Δὲν ἔ’ προυκουπὴ αὐτὴ ἡ ᾽ναῖκα, ὁλουένα γιˬατρουπουρεύιτι Κουκούλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA