ἀντζουρεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντζουρεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀντζουρεˬὰ ἡ, ΠΓεννάδ. 762 -Λεξ. ᾿Ελευθερουδ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντζούρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -εˬά.

Σημασιολογία

Εἶδος ἀγγουρεᾶς (cucumis sativus) τῆς ὁποίας ὁ καρπὸς εἶναι πολὺ μεγαλύτερος καὶ ἐξωτερικῶς ὑπόλευκος. Συνών. ξυλαγγουρεˬά. Πβ. ἀγγουρεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/