γαλάζιος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλάζιος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαλάζιος ἐπίθ. κοιν. γαλάζιˬους βόρ. ἰδιώμ. γαλάζος Κρήτ. Τῆλ. κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. γαλάζους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Σάμ. κ.ἀ. γάλαζους Μακεδ. γαλάτζιˬος Σίφν. γαλαζὸς Λεξ. Βλαστ 348.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. γαλάζιος κατ᾽ ἀναγραμματισμὸν ἐκ τοῦ γαλάιζος παρὰ τὴν μετοχ. γαλαΐζον τοῦ ρ. γαλαΐζω, ὃ ἀπὸ τοῦ μεταγν. οὐσ. κάλαϊς = πολύτιμος λίθος κυανοῦ χρώματος πρασινίζοντος. ᾿Αχμέτ ’Ονειροκρ. κεφ. 217,20 «οὐσίον γαλαΐζον ἢ βένετον». Πβ. Δουκ. (λ. καλλάινος), Κορ. Ἑλλην. Βιβλιοθ. Πάρεργ. τόμ. 4, 131 καὶ Λεξ. Liddell-Scott-Κωνσταντινίδου (λ. κάλαϊς). Τὸ γαλάζος κατ’ ἀπώλειαν οὐρανώσεως τοῦ ζ. Τὸ γάλαζους ἐτονίσθη κατὰ τὰ χρωμάτων δηλωτικὰ ἐπίθ. κίτρινος, κόκκινος, πράσινος, τὸ δὲ γαλαζὸς κατὰ τὸ συνών. γαλανός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων τοῦ οὐρανοῦ τὸ χρῶμα ἢ ὁ ὢν κυανοῦς κοιν.: Γαλάζιˬˬος οὐρανός. Γαλάζιˬα πέτρα. Γαλάζιˬο αἷμα – φόρεμα – φουστάνι - χρῶμα κττ. κοιν. Γαλάζιˬο φῶς ΖΠαπαντων. ἐν ᾽Ανθολ. Η ’Αποστολίδ. 332. Γαλάζιˬος ἥσκιˬος ΚΧατζοπ. Πύργ. ᾿Ασπροπότ. 12. Συνών. γαλανὸς (Ι) Α 1. 2) Οὐδ. οὐσ. α) Τὸ κυανοῦ χρώματος ἔνδυμα κοιν.: ᾎσμ. Ἄλλες φοροῦν τὰ κόκκινα κι ἄλλες φοροῦν γαλάζια, γαλάζια καταγάλαζια, λογει͜οῦντ’ ἀρχοντοποῦλλες Ἤπ. β) Χονδρὸν μάλλινον ὕφασμα ἐγχώριον κυανοῦ χρώματος, ἐκ τοῦ ὁποίου γίνονται ἀνδρικὰ καὶ γυναικεῖα ἐνδύματα Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA