ἀρχιλῃστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχιλῃστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρχιλῃστὴς ὁ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀρχιλῃστής.
Σημασιολογία
Ὁ ἀρχηγός, ὁ πρῶτος τῶν λῃστῶν: ᾎσμ. Μωρ᾿ μὴν τὸν εἴδαταν, τὸν ἀπαντήκαταν τὸ Λύγκο τὸ λεβέντη τὸν ἀρχιλῃστή; Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA