ἀντζώναρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντζώναρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντζώναρος ὁ, ἀτζώναρος Σιφν. ἀτσούν-ναρος Ρόδ. (Κρεμαστ.) ἀζώναρος Ἄνδρ. Κάρπ.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. *ἀντζωνάρι διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -αρος.
Σημασιολογία
1) Κνήμη μεγάλη Κάρπ. 2) Μακρὸς ποὺς Κάρπ.: Ἅπλωσε τοὺς ἀζωνάρους του. Συνών. πόδαρος. 3) Τὸ σφυρὸν ποδὸς χοίρου Ἄνδρ. 4) Μηρὸς χοίρου Ρόδ. (Κρεμαστ.) 5) Τὰ περὶ τὸ γόνυ μέρη Σίφν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA