γαλαζολούλουδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλαζολούλουδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλαζολούλουδο τό, ΚΠαλαμ. Πεντασύλλ. 115.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γαλάζιˬος καὶ τοῦ οὐσ. λουλούδι.
Σημασιολογία
Ἄνθος κυανοῦ χρώματος. Συνών. γαλανολούλουδο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA