γαλαζομμάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλαζομμάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαλαζομμάτης ἐπίθ. ἀμάρτ. γαλατζομμάτης Θήρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαλάζιˬος, τοῦ οὐσ. μάτι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ης.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς γαλανούς: Ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάῃ ἀπὸ γαλατζομμάτη! (πιστεύεται ὅτι οὗτος εἶναι κακὸς καὶ βάσκανος). Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαλανομμάτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA