βαγαπόντης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαγαπόντης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βαγαπόντης ὁ, σύνηθ. βαγαπόντ’ς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) βαgαbόντης πολλαχ. bαγαπόντης πολλαχ. παγαπόντης φαγαπόντης (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Τρίκ.) φαγαbόντες Κεφαλλ. φαγαbόντης Πελοπν. (Αἴγ.) μπαγαπόντος Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ᾽Ιταλ. vagabondο. Τὸ φαγαπόντης κτλ. διὰ τὸ ἕφαγα.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀσκόπως περιφερόμενος ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀλήτης Κέρκ. 2) Ἄσωτος Κέρκ. 3) Ἀπατεών, ἀγύρτης σύνηθ. Συνών. κατεργάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/