γαλαζοφέρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλαζοφέρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαλαζοφέρω ΠΜελισσιώτ. Θυμιούλ. 18.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαλάζιˬος καὶ τοῦ ρ. φέρω. δι' ὃ ἰδ. φέρνω.

Σημασιολογία

Ἔχω χρῶμα κυανοῦν: Ποιήμ. Τὴν ἀγαπῶ τὴ θάλασσα, ὅπου γαλαζοφέρει, γιˬατὶ καὶ ἡ ἀγάπη μου γαλάζιˬα εἶν᾿ ντυμένη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/