γαλαζοφορεμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλαζοφορεμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαλαζοφορεμένος ἐπίθ. Στερελλ. (Παρνασσ.) γαλαζιˬοφορεμένος Στερελλ. (Παρνασσ.) γαλαζιˬουφουριμένους Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαλάζιˬος καὶ τοῦ φορεμένος μετοχ. τοῦ ρ. φορῶ.
Σημασιολογία
1) Γαλαζοντυμένος, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Οὕλα τὰ κορίτσιˬα τὰ εἶδα | μὲ τὰ γέλιˬα μὲ τὰ χάιδιˬα, μιὰ γαλαζοφορεμένη | μὄχει τὴν καρδιˬὰ καηˬμένη Παρνασσ. 2) 'Εκεῖνος ποῦ φορεῖ καλοπλυμένα καὶ καλολουλακιˬασμένα ἐσώρουχα, καθαρὰ καὶ λευκὰ (κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ γάλα) Στερελλ. (Παρνασσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA