ἀρχινῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχινῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρχινῶ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σαντ Χαλδ κ.ἀ.) ἀρχ᾿νῶ βόρ. ἰδιώμ. ἀρχινοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρινῶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀρσινῶ Κάλυμν Μεγίστ κ.ἀ. ἀρσιῶ Ἀπουλ. ἀι᾿νῶ Σαμοθρ. ἀρχινάω σύνηθ. ἀρχινάου Πελοπν. (Λεντεκ. Μαν Παππούλ.) κ.ἀ. ἀρ᾿νάου βόρ. ἰδιώμ. ἀρκινῶ Κεφαλλ. Κύπρ. Σύμ. Τῆλ. Χίος κ.ἀ. ᾿ρκινῶ Ρόδ. Συμ. ἐρκινῶ Ρόδ. ἀρκινάω Κεφαλλ. ἀρκινάου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) ἀρτινῶ Κυπρ. ἀρτιῶ Ἀπουλ. ἀφσιῶ Ἀπουλ. ἀνσιῶ Ἀπουλ. ἀφτιῶ Ἀπουλ. ἀφσιῶ Ἀπουλ. Καλαβρ. ἀχιρνῶ Μακεδ. (Καστορ.) Στερελλ. (Λοκρ.) ᾿χιρνῶ Α.Ρουμελ. (Καρ. Μεσημβρ. Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Σουφλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γαλατ. Κοζ. Σιάτ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Λοκρ.) ᾿χ-χιρνῶ Σύμ. ἀρχιρνῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Σῦρ. ἀρχιρνάου Ἤπ. ἀρχινίζω πολλαχ. ἀρχινίζου Ἤπ. Τσακων. ἀρχινίντου Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀρχινῶ, ὃ ἐκ συμφύρ. τοῦ ἀρχίζω καὶ ᾿χερνῶ, τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ ἐγχειρνῶ < ἐγχειρῶ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,293. Ὁ τύπ. ἀρχινίζω καὶ παρὰ Δουκ. (λ. ἀρχηνίζω). Περὶ τοῦ τύπ. Σαμοθρ. ἀι᾿νῶ ἰδ. ΑHeisenberg ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. 95.

Σημασιολογία

Κάμνω ἀρχήν, ἀρχίζω σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σαντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἀρχινῶ νὰ γελῶ - νὰ κλαίω - νὰ παίζω - νὰ τρώγω κττ. Ἀρχινῶ τό γέλιˬο - τὸ παίξιμο - τὸ τραγούδι κττ. Ἀρχινῶ τὴ δουλε͜ιὰ ἢ νὰ κάνω δουλε͜ιὰ κττ. σύνηθ. Ἀρχινίζει νὰ ξεσταχυˬάζη τὸ ᾿έννημα Νάξ. Ἐρχινίξανε τὸ ἀμάχεμα αὐτόθ. Ἀρχίρησε κ᾿ ἔλεγε τὸ παραμύθι Σύμ. ᾽Χίρησε νὰ τοὶς ρωτᾷ - νὰ dὴνε παρακαλῇ κττ. Σωζόπ. ᾽Χίρ᾿σε νὰ σταναχωρε͜ιέται αὐτόθ. Ἀρχίρ᾿κι νὰ βρέ᾿ Ἤπ. ᾿Χίρσι νὰ τοὺν βρέξ᾿ (ὑβρίζῃ) Μακεδ. ᾿Χίρ᾿σι νὰ κλαίῃ Θρᾴκ. Ἐρχίνεσεν τὴν τραγῳδίαν- νὰ χορεύ᾿ κττ. Χαλδ. Θ᾿ ἀρχινίξωμε νὰ θεμελιˬώνωμε Κύθηρ. Ἁ σάτη ἀρχιίε τὰ βάματα (ἡ κόρη ἤρχισε τὰ κλάματα) Τσακων. Ἀρχιίε φωνιˬάντου (ἤρχισε νὰ φωνάζῃ) αὐτόθ. Ἀρχίρ᾿κι οὑ μάστουρας Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θ᾿ ἀρχιρήκου νὰ γνέσου αὐτοθ. Ἐρκινίστην ὁ πόλεμος Κύπρ. Μονομιˬᾶς ἐρχινήστησαν οἱ ἑτοιμασίες τοῦ ᾿άμου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ ἔχτρητα ἀρκινήθηκε Κεφαλλ. Δουλε͜ιά ἀρχινημένη σύνηθ. Φρ. Τὸν ἀρχίνησε ᾿ς τοὶς βρισεˬὲς - ᾿ς τὸ ξύλο-᾿ς τὰ χαστούκιˬα (ἤρχισε νὰ τὸν ὑβρίζῃ, νὰ τὸν δέρνῃ μὲ ξύλο, μὲ γροθεˬὲς) σύνηθ. Τ᾿ν ηὗραν ἀρχιρμέ᾿ (ἐπὶ νεάνιδος μὴ εὑρεθείσης παρθένου) Ζαγόρ. ᾌσμ. Ἂν ἀρχινίσω τσαὶ τὰ πῶ τοὶ πάθη μου τραούδιˬα, ἡ μαύρη γῆ μαραίνεται, δὲ βγάζει πλεˬὸ λουλούδιˬα Θήρ. (Οἴα). ᾿Χιρνῶ ὀμπρὸς νὰ πάγω, | χιˬόνιˬα καὶ βροχές, γυρνῶ ὀπίσ᾿ καὶ χ᾿τάζω, | ἥλιˬος καὶ ξαστεριˬές Καρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Ρ. στ. 3619 (ἔκδ. JSchmitt) «κι ἀρχίνησε ὁ νέος καιρὸς ἀπὸ τὸν Μάρτιον μῆναν, | ὅπου ἀρχινοῦν νὰ κηλαδοῦν τὰ λέγουσιν ἀηδόνια». Συνών. ῖδ. ἐν λ. ἀρχάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/