βαγγελιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγγελιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαγγελιˬὰ ἡ, Ἤπ. Κέρκ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Κυνουρ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. εὐάγγελος.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ γεννηθῇ εἴς τινα σκέψις νὰ πράξῃ τι, ἔμπνευσις ἔνθ’ ἄν.: Ἡ Παναγιˬὰ τοῦ ᾽δωκε βαγγελιˬὰ Κερκ ‖ Φρ. Τοῦ ’ρθε καλὴ βαγγελιˬά, καλὸς ἄγγελος (ἐπὶ τοῦ δεικνύοντος διάθεσιν νὰ κάμῃ καλήν τινα πρᾶξιν) Ἤπ. 2) Βοήθεια, ἐνίσχυσις Πελοπν. (Βούρβουρ.): ᾎσμ. Θέ μου, δῶσ’ μου βαγγελιˬὰ | νὰ χυθῶ νὰ πάρω μιˬὰ τὴν καλύτερη Ρωμα͜ιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA