βαγγελίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαγγελίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαγγελίζω, εὐαgελίζω Κρήτ. ἰβαγγιλίζου Λέσβ. βαγγελίζω Κέρκ. βαγγιλίζου Μακεδ. (Σισάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. εὐαγγελίζω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. εὐαγγελίζομαι.

Σημασιολογία

1) Ψάλλων τὰ κάλανδα φέρω τὴν καλὴν ἀγγελίαν τῆς ἐγέρσεως τοῦ Λαζάρου Λεσβ.: ᾎσμ. Ἀποὺ δασκάλου ἥρταμι | νὰ σᾶς ἰβαγγιλίσουμι. 2) Λέγω, ἀναγινώσκω τὸ εὐαγγέλιον Μακεδ. (Σισάν.): Οὑ παππᾶς βαγγιλίζ’, πάψτι τοὶς κουβέντις. Ἡ σημ. καὶ μεσν. ἀλλὰ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ. Πβ. τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἐκφώνησιν «εἰρήνη σοι τῷ εὐαγγελιζομένῳ καὶ παντὶ τῷ λαῷ!» τὴν ἐκφωνουμένην ὑπὸ τοῦ ἱερέως ἀπὸ τῆς ὡραίας πύλης μετὰ τὴν ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος ἀνάγνωσιν τοῦ εὐαγγελίου ὑπὸ τοῦ διακόνου. 3) Φέρω τινὰ πάσχοντα πρὸ τῆς ὡραίας πύλης τοῦ ἱεροῦ καθ᾿ ἣν στιγμὴν μέλλει ὁ ἱερεὺς ν᾿ ἀναγνώσῃ τὸ εὐαγγέλιον καὶ ἐπιθέτω ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του γονυκλινοῦς ἢ κεκλιμένον τὸ ἐπιτραχήλιον τοῦ ἱερέως Κέρκ.: Πάω νὰ βαγγελίσω τὴν κωπέλλα μου. Καὶ μέσ. προσέρχομαι πρὸς τὸν ἀναγινώσκοντα τὸ εὐαγγέλιον ἱερέα Κέρκ.: Θὰ πάω νὰ βαγγελιστῶ, γιˬατὶ κἄτι ἔχω. 4) Γεννῶ (ἡ σημ. ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης εἰς τὴν ὁποίαν ὁ εὐαγγελισμὸς τοῦ ἀγγέλου πρὸς τὴν παρθένον συνεδέθη ὑπὸ τοῦ λαοῦ πρὸς τὴν σύλληψιν τοῦ Σωτῆρος καὶ ἔπειτα ἤχθη καὶ εἰς τὴν ἔννοιαν τῆς γεννήσεως καθόλου. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Λαογρ. 7,87) Κρήτ.: ᾎσμ. Μωρὴ σκύλλα, μωρ’ ἄνομη, σκύλλα μαγαρισμένη, παιδὶ δὲν εὐαgέλισες, τὰ κάλλη ἁπού ’χες ποῦ ’ναι;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/