βαγγέλιˬο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαγγέλιˬο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαγγέλιˬο τό, εὐαγγέλιον Πόντ. (Οἶν.) εὐαγγέλιο λόγ. σύνηθ. εὐαγγέλöν Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) εὐαντέλιον Κύπρ. εὐατζέλιο Σῦρ. βαγγέλιο Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) βαγγέλιˬο κοιν. βαγγέλöν Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) βαγγέλον Πόντ. (Χαλδ.) βαγγέλεν Πόντ. (Χαλδ.) βαgέλιˬο πολλαχ. βαγγέλgιˬο Ρόδ. γαγγέλöν Πόντ. (Σούρμ.) βγαγγέλιˬο Ἰων. (Κρήν.) Πάρ. Πάτμ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. βγαgέλιο Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ. βγαgέλιˬου Ἴμβρ. Λῆμν Σάμ. κ.ἀ. βγαγγέλgιˬο Ρόδ. βαγγέγιˬο Κέρκ. βαγγέλι Θρᾴκ. (Ἀλμ.) βαγγέ’ Μακεδ. βγαγγέλιν Λυκ. (Λιβύσσ.) βαντζέλιˬο Ἀμοργ. Κάσ. Χίος κ.ἀ. βατζέλιˬο Σῦρ. βγαντζέλιˬον Μεγίστ. βγαντζέλιˬο Αἴγιν. Ευβ (Κύμ.) βγατζέλιˬο Νάξ. (Χαλκ.) βγατζέλιˬου Κυδων. Λέσβ. βαντζέλι Τσακων. βγατζέλι Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν οὐσ. βαγγέλιον, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. εὐαγγέλιον=καλὴ ἀγγελία.

Σημασιολογία

1) Ἀγγελία εὐχάριστος μόνον ἐν τῇ φρ. χαρᾶς εὐαγγέλια (λαμβανομένη ἐνίοτε εἰρων.) σύνηθ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. 2) Τὸ ἱερὸν βιβλίον τῆς ἐκκλησίας τὸ περιέχον τὸν βίον καὶ τὰς πράξεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Ποντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.): Μπῆκα ’ς τὴν ἐκκλησία τὴν ὥρα ποῦ διˬάβαζαν τὸ βαγγέλιˬο. Φιλῶ τὸ βαγγέλιˬο. Μὰ τὸ ἅγιˬο βαγγέλιˬο! (ὅρκος) κοιν. || Φρ. Τὰ δώδεκα βαγγέλιˬα (αἵ δώδεκα εὐαγγελικαὶ περικοπαὶ αἰ ἀναγινωσκόμεναι τὴν ἑσπέραν τῆς Μ. Πέμπτης). Τὰ λόγιˬα του εἶναι βαγγέλιˬο (ὀρθά, ᾶληθῆ, ἀξιόπιστα). Βάζω τὸ χέρι μου ’ς τὸ βαγγέλιˬο (ὁρκίζομαι) κοιν. Παλάμισε τὸ βαγγέλιˬο (θέσας τὴν παλάμην ἐπὶ τοῦ εὐαγγελίου ὧρκίσθη καὶ μάλιστα ψευδῶς) Ἤπ. Πελοπν. (Γορτυν.) ’Εντῶκα τὀ έρι μ’ ’ς σὸ βαγγέλöν (ἐκτύπησα, ἔβαλα τὸ χέρι μου εἰς τὸ εὐαγγέλιον, ὡρκίσθην) Χαλδ. Κεῖμαι ᾽ς σὸ βαγγέλöν (γονυπετῶ πρὸ τῆς ὡραίας πύλης καθ’ ἣν στιγμὴν ἀναγινώσκεται ὑπὸ τοῦ ἱερέως τὸ εὐαγγέλιον τῆς λειτουργίας διὰ νὰ θεραπευθῶ ἀπὸ τὸ κατέχον με νόσημα) Χαλδ. Μὰ τὰ ἑφτὰ βαγγέλ! (ὅρκος. Ἐφτὰ βαγγέλια εἶναι αἱ κατὰ τὴν τελετὴν τοῦ μυστηρίου τοῦ εὐχελαίου ἀναγινωσκόμεναι ἑπτὰ εὐαγγελικαὶ περικοπαὶ) Πόντ. || Παροιμ. φρ. Ἀλλουνοῦ παππᾶ βαγγέλιˬο ἢ βαγγέλιˬα (ἐπὶ ζητήματος μὴ ἔχοντος σχέσιν πρὸς τὸ προκείμενον) σύνηθ. Ἄλλος παππᾶς, ἄλλα βαγγέλιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. Λακων. Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/