βαγγελιστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαγγελιστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βαγγελιστὴς ὁ, εὐαγγελιστὴς λόγ. σύνηθ. βαγγελιστὴς Καππ. (Ἀνακ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. εὐαγγελιστής.

Σημασιολογία

1) Ἕκαστος ἐκ τῶν τεσσάρων συγγραφέων τῶν ἱερῶν εὐαγγελίων οἵτινες εἶναι ὁ Ματθαῖος, Λουκᾶς, Μᾶρκος καὶ Ἰωάννης λόγ. σύνηθ. 2) Ὁ ἀναγινώσκων ἐπ’ ἐκκλησίας τὸ εὐαγγέλιον διάκονος Καππ. (Ἀνακ.): ᾎσμ. Καὶ Πλουμιστἠ τὸ φόρενεν τὸ πλουμιστὸ τὸ ἱμάτι, ἐε͜ιότανε, λυγότανε ’ς σῆς ἐκκλησιˬᾶς τὴν θύρα, εἶδαν το παππάδ’ ἔσταξαν, διˬακόνιˬα σκανταλίσταν, ἂν τὸ μικρὸ βαγγελιστὴς ἔρριψεν τὸ βαγγέλιˬο (ἂν τὸ μικρὸ=ὁ πλέον μικρός).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/