γαλαθηνὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλαθηνὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαλαθηνὸς ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.) γαλαθ’νὸς Μακεδ. λιγαθηνὸς Εὔβ. (Κύμ.) λιγαθ'νὸς Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἄμφ.) λιγάθηνος Κέρκ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γαλαθηνός. Τὸ λιγαθηνὸς ἐκ τοῦ μεταβατικοῦ κατ᾿ ἀναγραμματισμὸν τύπου λαγαθηνός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔτι θηλάζων Μακεδ. Πόντ. (Κερασ.). Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Συνών. γαλαθέας. 2) Μεταφ. α) ᾿Ισχνός, λεπτοφυὴς Εὔβ. (Κύμ.) Κέρκ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἄμφ.): Ἄνθρωπος λιγάθηνος Κέρκ. Λιγαθ’νὴ ᾿ναῖκα Αἰτωλ. β) Εὔθραυστος Κέρκ.: Λιγάθηνα ἀμύγδαλα - ξύλα κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA