ἄρχισι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρχισι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄρχισι ἡ, Κιμωλ. Ροδ. κ.ἀ. ἄρχιξι Κρήτ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀρχίζω.
Σημασιολογία
Ἀρχή, ἔναρξις, ἔνθ᾿ ἀν.: ᾌσμ. ᾿Σ τὴν ξύφασι, ᾿ς τὴν ἄρχισι, ὁ άγαπῶς μὴν λάχῃ, μόνε ᾿ς τὴν μέση τοῦ παννιˬοῦ ποῦ τραγουδεῖ καὶ φαίνει Κιμωλ. Καὶ φέρνει μας τὸ μήνυμα | πῶς εἶναι ἄνοιξι καιροῦ καὶ ἄρχισες καλοκαιριˬοῦ Ροδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄρχασι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA