ἀντήλιˬαρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντήλιˬαρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀντήλιˬαρος ὁ, ἀμάρτ. ἀdήλιˬαρος Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντηλιˬάρα.

Σημασιολογία

Τόπος προσβαλλόμενος ὑπὸ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων: Ἐπα καθομαι ’ς τὸν ἀdήλιˬαροι Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντηλιˬὰ 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/