γιˬατροσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατροσύνη

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

γιˬατροσύνη ἡ, Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) Ν. Ἑστ. 19 (1936), 757.847 - Λεξ. Περιδ. Βυζ. Βάιγ Βλαστ., 402 Δημητρ. γιˬατροσύνα Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬατρουσύνη Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬατροσύνε Πόντ. (Οἰν.) γιˬατροσύν Πόντ. (Κερασ.) δτροσύνᾶ Πόντ. (Ἀργυρούπ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατρός. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἰατρικὴ ὡς ἐπιστήμη ἢ ἐπάγγελμα ἔνθ’ ἀν.: Ὅρ’σε μέσ᾽ ’ς τὴ γιˬατροσύνη σου! (ὕβρις) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Συνών. γιˬατρική. 2) Ἡ ἰδιότης τοῦ ἰατροῦ Ν. Ἑστ. ἔνθ’ ἀν.- Λεξ. Δημητρ.: Κ’ ἔτσι κ᾿ ἡ γιˬατροσύνη μου τὴν γλυτώνει φτηνὰ Ν. Ἑστ. ἔνθ’ ἀν., 847 Ἅ, ὡραία μου παραμάννα, ἡ γιˬατροσύνη μου εἶναι ταπεινότατη σκλάβα τῆς παραμαννοσύνης σου Ν. Ἑστ. ἔνθ’ ἀν., 757. 3) Ἡ ἴασις, ἡ θεραπεία 'Γσακων. (Χαβουτσ.): Δὲν ἔχ’ γιˬατροσύνα τηνερὶ (δὲν ἔχει αὐτὸς γιατρειά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/