ἀντήλιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντήλιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντήλιˬος ἐπίθ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Στερελλ. (Ἄμφ.) -Λεξ. Αἰν. ἀντήλιˬος ὁ, Α.Ρουμελ. (Ἀγχίαλ.) Βιθυν. Κύπρ. Κῶς Ρόδ. ἀdήλιˬος Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Κρήτ. ’ντήλιˬος Τῆλ. ἀντινήλιˬος Μεγίστ. ἀντήλιˬο τό, Κάρπ. Κίμωλ. Κύπρ. Πελοπν. (Τριφυλ.) Σῦρ.-ΓΕπαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1, 254 ἀντήλιˬου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀdήλιˬο Κάλυμν. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. ἀdήλιˬου Λῆμν. Σκόπ. ἀντινήλιο Νάξ. (Φιλότ.) ἀdινήλιο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀντήλι Εὔβ. (Κονίστρ.)-ΜΜαλακάσ. Ἀσφόδ. 93.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀντήλιος. Ὁ τύπ. ἀντινήλιˬος ἐκ τῆς προὓ. ἀντὶ καὶ τοῦ τύπ. νήλιˬος, δι᾿ ὃ ἰδ. ἥλιˬος.
Σημασιολογία
1) Ὁ προσβαλλόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ὁ ἀπέναντι τοῦ ἡλίου, προσήλιος Καλαβρ. (Μπόβ.) Στερελλ. (Ἄμφ.): Χωράφι ἀντήλιο ἔ πάντα καρπαρουτὸ (καρπαρουτὸ=καρποφόρον) Μπόβ. Χωράφι ἀντήλιˬο καὶ ποτιστικὸ σοῦ γιομών-νει τὸ σπίδι ἀτζὲ καλὸ (ἀτζὲ καλὸ=ἀπὸ ἀγαθὰ) αὐτόθ Συνών. ἀντηλιˬακὸς1, προσηλιˬακός. 2) Ὡς οὐσ., τὸ προσβαλλόμενον ὑπὸ τοῦ ἡλίου μέρος Κεφαλλ. Κέρκ. Πελοπν. (Τριφυλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): ᾿Εκάθισα πολλὴ ὥρα ’ς τ᾿ ἀdήλιˬο κ’ ἐζαλίστηκα Κέρκ. Τὰ παιδιˬὰ κάθουνται ’ς ἀdήλιˬο καὶ παίζουν Κεφαλλ. Μὴν κάθισι ’ς τ’ ἀντήλιˬου κὶ καίισι Αἰτωλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντηλιˬὰ 3. (β) Ἐπιρρηματ. Πελοπν. (Τριφυλ.): Κάθισε ἀντήλιο καὶ δὲν τὸ κούνησε ρούπι. Τὶ κάθεσαι ἀντηλιοῦ; β) Ἡ ἀνταύγεια τοῦ ἡλίου ἐπὶ τῶν νεφῶν ἐν συννεφώδει καιρῷ χαρακτηριστικὴ τῆς ἐπικειμένης κακοκαιρίας Βιθυν. Κίμωλ. Μεγίστ. Πβ. JBekker Anecd. Graec 411 «ἀντήλιος, ἡ ἀνακλωμένη ἀπὸ τοῦ ἡλίου αὐγή». γ) Ἡ ἀντανάκλασις τῶν ἡλιακῶν ἢ ἄλλων φωτεινῶν ἀκτίνων Εὔβ. (Κονίστρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κάλυμν. Κάρπ. Κεφαλλ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σκόπ.: Μοῦ ρίχνει τ’ ἀντήλι ’ς τὰ μάτιˬα μὲ τὸν καθρέφτη Κονίστρ. Σφάλα τοὺ παραθύρ’ νὰ μὴν ἔρχιτι μέσα ἀdήλιˬου ἀπ’ τοὺν τοῖχου τούν gαρσὶ Σκόπ. Πέφτ’ τ’ ἀντήλιˬου κὶ μὶ στραβώ’ Αἰτωλ. || ᾎσμ. Ὁ ἥλιˬος ρίχτει σίσιλ-λο κ’ ἡ κάψα κάν’ ἀντήλιˬο (σίσιλ-λο καύσων ὑπερβολικὸς) Κάρπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντηλιˬὰ 1. δ) Ἡ ἐπίθεσις τῆς μιᾶς ἢ και τῶν δύο χειρῶν ὡς γείσου ἐπὶ τοῦ μετώπου πρὸς προφύλαξιν τῶν ὀφθαλμῶν ἀπὸ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων πρὸς ἐναργεστέραν διάκρισιν τῶν μακρὰν εὑρισκομένων πραγμάτων ἢ προσώπων Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) Ρόδ. Τῆλ. κ.ἀ.–Γ’Επαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. ΜΜαλακάσ. ἔνθ’ ἀν.: Κάμε ᾿ντήλιˬο νὰ τὸν δῇς ποῦ ἔρχεται Τῆλ. Βάλε ἀντινήλιˬο γιˬὰ νὰ δῇς Φιλότ. Βάλε ἀντήλιˬον μὲ τὸ δκυˬό σου νὰ ’δῇς πκο͜ιὸς ἔρκεται Κύπρ. Ἔβαλε τὸ χέρι του ὁ βοσκὸς ἀντήλιˬο’ς τὰ μάτιˬα γιˬὰ νὰ ἰδῇ καὶ νὰ καταλάβῃ τί ἦταν αὐτὸ τὸ ξαφνικὰ Γ’Επαχτίτ. ἔνθ᾽ ἀν. || Φρ. Βάλ-λει ἀντήλιˬον νὰ μὲ δῇ! (ἐπὶ τοῦ υπεραιρομένου ὅτι δὲν δύναταί τις νὰ τὸν ἀντικρύσῃ καθὼς τὸν ἥλιον) Κύπρ. Βάλ-λω ἀντήλιˬο! (βλέπω ἀπὸ μακρὰν χωρὶς νὰ λάβω μέρος εἰς τὴν διανομὴν κερδῶν) αὐτόθ. || Ποίημ. .........τὸ χέρι βάζοντας ἀντήλι τὸ ἀγαπητὸ πλεούμενο τοῦ γυρισμοῦ νὰ ξεχωρίστε ΜΜαλακάσ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Εὐσταθ. ᾿Ιλ. 1281, 3 «καὶ τὰ χάριν σκιᾶς ἀντήλια τὰ προβεβλημένα δηλαδὴ τῶν προσώπων τοῖς ἡλιαζομένοις». ε) Εἶδος ἑρπετοῦ Θρᾴκ. (Περίστασ. κ.ἀ.) Σῦρ.: Σὰν τὸν ἀντήλιˬο τρέχει Θρᾴκ. Πβ. ἀνήλιˬος 3. ς) Εἶδος σκώληκος δηλητηριώδους Στερελλ. (Ἄμφ.) ζ) Τὸ φυτὸν ἡλιοτρόπιον Α.Ρουμελ. (Ἀγχίαλ.) Λῆμν. Συνών. ἥλιˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA