ἀντήμερα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντήμερα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀντήμερα ἐπιρρ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σινώπ.) ἀdήμερα Κεφαλλ. Λευκ. κ.ἀ. ἀντήμιρα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντί καὶ τοῦ οὐσ. ἠμέρα.
Σημασιολογία
1) Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἰδίᾳ ἑορτῆς τινος, τὴν ἐπαύριον (ἡ πρόθ. ἐδήλου τὸ πρῶτον τὴν ἀπόδοσιν ἑορτῆς, πβ. ἀντίγαμος, ἀντίλαμπρα, ἔπειτα δὲ μετέστη εἰς τὴν σημ. ταύτην) πολλαχ. καὶ (Πόντ. Οἰν. Σινώπ.): Θὰ πιάκουμε δουλε͜ιὰ ἀντήμερα τῆς Παναγίας Κέρκ. Ἦρθ᾽ ἀντήμερα τοῦ Παντοκρατόρου αῦτόθ. Ἀdήμερα τοῦ Σταυροῦ Κεφαλλ. Ἀdήμερα τ᾿ ἅγιˬ-Ἀντωνιˬοῦ ἐγίνηκεν ὁ σεισμὸς Παξ. «Καὶ τοῦτο ἐσυνέβη…τὴν αὐγὴν τῶν 17/29 Αὐγούστου…ἀντήμερα τοῦ ἁγίου Γερασίμου» (ἐξ ἐγγράφου τοῦ 1849) Κεφαλλ. || ᾎσμ. Κιˬ ἀdήμερα τοῦ ἅιˬ-Γεˬωργιˬοῦ σὰν πάς ’ς τὸ πανεγύρι Κεφαλλ. Συνών. ἀνήμερα 2. 2) Κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν διάρκειαν ἡμέρας τινὸς Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.): Ἀντήμερα τὰ Χ’στούγιννα «θά ’ρθου σπίτ’ σ’. Ἀντήμιρα τ᾿ ἁ-Γεˬωργιˬοῦ. || ᾎσμ. Ἀντήμερα τῆς Πασκαλιˬᾶς καὶ τοῦ Χριστὸς Ἀνέστη Ἤπ. Συνών. ἀνήμερα 1. 3) Τὴν προηγουμένην ἡμέραν, τὴν παραμονὴν Ἤπ. Μακεδ.: Ἀντήμιρα τοῦ Χριστοῦ σ’κώθ’κα Ἤπ. Συνών. ἀνήμερα 3. 4) Τὴν τρίτην ἡμέραν πρὸ τῆς σήμερον, πρὸ δύο ἡμερῶν, προχθές. μετ’ ἄρθρ. ἢ ἄνευ αὐτοῦ Πόντ. (Οἰν.): Τ’ ἀντήμερα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA