ἀρχισπορίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχισπορίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρχισπορίζω Πελοπν. (Ἀράχ. Βαμβακ. Γορτυν. Δημητσάν. Οἰν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ ἀρχισπορά.

Σημασιολογία

Ἀρχίζω νὰ σπείρω ἔνθ᾿ ἀν.: ᾌσμ. Ὀταν θέλῃ ἀρχισπορίσει, κἄτι θέλει λησμονήσει, τὰ τσαρούχιˬα του ᾿ς τὴ φράχτη, τὰ ποδάριˬα του ᾿ς τὴ στάχτη Γορτυν. Ὁ Γιˬάννης ἀρχισπόριζε ᾿ς ἕνα πλατὺ χωράφι Δημητσάν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/