ἀρχιστράτηγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχιστράτηγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρχιστράτηγος ὁ, λόγ. κοιν. ἀρχιστράτ᾿γους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀρχιστράτηγος.
Σημασιολογία
1) Ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ λογ. κοιν. 2) Ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων Μιχαὴλ Πελοπν. (Βούρβουρ.): ᾎσμ. -Κ᾿ ἐκεῖ δὲν ἐφοβήθηκα σὰν τούτηνε τὴν ὥρα, ποῦ εἶδα τὸ Χάρω ζωντανό, τὸ Χάρω καβαλλάρι, ποῦ εἶδα τὸν ἀρχιστράτηγο μὲ τὸ σπαθὶ ᾿ς τὸ χέρι. Συνων. ἅγι-Στράτηγος 1. 3) Ὁ μὴν Νοέμβριος διὰ τὴν ἐν αὐτῷ τελουμένην ἑορτὴν τῶν Ταξιαρχῶν Λέσβ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἅγι-Στράτηγος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA