ἄντηρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄντηρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἄντηρας ὁ, Ἀθῆν. (παλαιότ) Αἴγιν. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κύμ. κ.ἀ.) ἄντζηρας Χίος ἄτσηρας Ἰκαρ. ἄσηρας Σῦρ. (Γαλισ.) ἄντερας Σκῦρ. ἄντζερας Κέως ἄντζερος Χίος ἄτζουρας Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Κύθν. Τένεδ. ἄζουρας Ἄνδρ. Μύκ. Ρόδ. (Σάλακ.) Σῦρ. Τῆν. ἀντήρας Πελοπν. (Λακων.) ἀντήρα ἡ, Ἄθ. Θεσσ. (Νευρόπ.) Θρᾴκ. Μακεδ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.)-ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 56 ἄτσηρο τό, Κύθν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἄνδηρον. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Επιστ. ᾽Επετ. Πανεπ. 12 (1916) 22. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ ντ εἰς ντζ καὶ τσ πβ. ἀντὶ-ἀντζὶ καὶ ἀτσὶ. Διὰτὴν τροπὴν τοῦ τσ εἰς σ πβ. ἀλάτσι-ἀλάσι, ἄτσαλος-ἄσαλος, κορίτσι-κορίσι, τσάμπουρο-σάμπουρο κττ. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ η εἰς ε διὰ τὸ ρ πβ. κηρὶ-κερί, μηρὸς-μερὶ κττ. Οἱ τύπ. ἀντήρα καὶ. ἁντήρας εἶναι μεγεθ. ἄνευ μεγεθ. σημασίας.
Σημασιολογία
1) Ἔκαστος λίθος ἢ πλὰξ ἐκ τῶν ἀποτελούντων τὸν περὶ τὸ ἁλώνιον φραγμὸν διὰ νὰ μὴ διαχέωνται τὰ ἁλωνιζόμενα σιτηρά, αὐτὸ τοῦτο τὸ περίφραγμα τοῦ ἁλωνίου συνήθως κατὰ πληθ. Ἄνδρ. ᾿Ικαρ. Κέως Κύθν. Μύκ. Σκῦρ. Σῦρ. Τῆν. Χίος: Κάτσαμε γῦρο γῦρο ’ς τὸν ἄντερα τ᾿ ἀλωνιˬοῦ τσαὶ λογιˬάζαμε τὸ χορὸ Σκῦρ. Ἐετσεῖ…δίπλα ’ς τοὺς ἀντζήρους εἶχα τὸν δεῖνα ἀφησμένον (ἐετσεί=ἐδεκεῖ) Χίος. β) Λίθος μεγάλος, ὀρθίως τοποθετημένος, ἐκ τῶν ἀποτελούντων περίβολον μάνδρας Σῦρ. 2) Ἀναχωμα μεταξὺ δύο ἀγρῶν ὠς ὅριον Ρόδ. (Σάλακ.): Ἔσκαψεν τὸν ἄζουραν νὰ πληθάνῃ τὸ χωράφιν του. Συνών. ὄχτος. β) Ὁ μεταξὺ δύο ἀμπελώνων χάνδαξ ὡς ὅριον (δῆλον ὅτι ἐκ τοῦ ἀναχώματος) Αἶν. Ἴμβρ. Τένεδ. Πβ. Εὐσταθ. ᾿Ιλ. 1229, 48 «ἄνδηρά εἰσι καὶ αἱ τῶν τάφρων ἀναβολαί, ἤγουν τὸ ἀναβαλλόμενον χῶμα δι᾿ οὗ ὀχθώδης ἄνω ἡ τάφρος γίνεται», Σχολ. Θεοκρ. 5, 93 «…ἄνδηρα, τὰ ἐπάνω τῶν ὀχετῶν» καὶ Ἡσύχ. «ἄνδηρον, ἄκρον» γ) Ἡ μεταξὺ δύο ἀγρῶν στενὴ διάβασις Θεσσ. Μακεδ.: Τὰ πρόβατα τὰ πέρασα ἀπ᾿ τὴν ἀντήρα. δ) Καθόλου, ἀτραπός, μονοπάτι Θεσσ. (Νευρόπ.) ε) Πόρος πεφραγμένον ἀγροῦ, κήπου κττ. Θεσσ. (Νευρόπ.) Συνών. πορε͜ιά. ς) Τὰ καταλειπόμενα ἴχνη τῶν ποδῶν κατὰ τὸ βάδισμα Ἄθ. Θρᾴκ. Μακεδ.: Φρ. Ξεκόφτω ἀντήρα (παρακολουθῶ τὰ ἴχνη τῶν ποδῶν, τὰ βήματα) Θρᾴκ. Συνών. κοπός, τορός. ζ) Ὁ περὶ τὰ δένδρα ὀρυσσόμενος ἀβαθὴς λάκκος χάριν ἀρδεύσεως, τὸ περιλάκκωμα (δῆλον ὅτι ἐκ τοῦ ἀναχώματος) Χίος. 3) Τὸ πρανὲς λόφου, τὸ ἀνηφορικὸν ἔδαφος Ἀθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. β) Καθόλου, λόφος, ὕψωμα γῆς Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κύμ.): Γύριτσε ’πίσου ’πὸ τόν ἄντηρα Αὐλωναρ. 4) Κορυφὴ λόφου, βουνοῦ, ὑψώματος, ὁπόθεν δύναταί τις νὰ βλέπῃ ἔνθεν καὶ ἔνθεν Πελοπν. (Μάν. Λακων.) -ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ἀν.: Πάμε ᾿ς τὴν ἀντήρα Λακων. Δὲν πέφτει κοντὰ ’ς τ’ ἀκρογιˬάλι, πέφτει ψηλὰ ἀπάνου ’ς τὴ ράχι, ’ς τὴν ἀντήρα ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἄντηρας Πελοπν. (Μάν.) Ἄντηρους Στερελλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA