ἀρχιτέκτως

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχιτέκτως

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρχιτέχτως ὁ, Κέρκ. (Νύμφ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀρχιτέκτων.

Σημασιολογία

Ὁ πρῶτος τῶν τεκτόνων: Πήγαινε λοιπὸν νὰ φέρῃς ἕνα μάστορα, χτίστη, άρχιτέχτων (ἐκ παραμυθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/