γαλακώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλακώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
γαλακώνω
Τυπολογία
γαλακώνω Πελοπν. (Μάν.) - ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 4 καὶ 12.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαλάκι.
Σημασιολογία
1) Παράγω, κατεβάζω γάλα εἰς τοὺς μαστοὺς Πελοπν. (Μάν.): Τὰ πρόβατα γαλακώσασι (οἱ μαστοί τους ἔχουν γάλα, ἄρα πλησιάζουν νὰ γεννήσουν). ||) Μὲ καταλαμβάνει γλυκεῖα διάθεσις πρὸς ὕπνον (ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ καταλαμβάνομαι ὑπὸ νάρκης ὡς συμβαίνει εἰς τοὺς ποταμίους ἰχθῦς, οἱ ὁποῖοι ναρκώνονται, ὅταν τοὺς ρίξουν χόρτον, τοῦ ὁποίου ὁ γαλακτώδης ὀπὸς ἔχει τοιαύτην ἐπίδρασιν ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.: Μ᾽ ἔπαιρν’ ὁ ὕπνος, γαλάκωσαν τὰ μάτιˬα μου, χωνόμουν ἀποκάτου ἀπὸ τὴ βελέντζα, ἔνθ’ ἀν. 4 Γαλακωμένα μάτιˬα ἔνθ' ἀν. 12.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA