βαγεναρε͜ιὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαγεναρε͜ιὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαγεναρε͜ιὸ τό, Ἄθ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κορινθ.) βαεναρε͜ιὸ Ἄθ. βαγιοναρε͜ιὸ Ἄθ. βαϊναρε͜ιὸ Ἄθ. Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βαγένι καὶ τῆς καταλ -αρε͜ιό.

Σημασιολογία

1) Ὑπόγειος ἀποθήκη ὅπου τοποθετοῦνται τὰ μεγάλα βαρέλλια ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βαεναρε͜ιὸ καὶ ὧς τοπων. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Συνών. βαγενοθήκη. 2) Τὸ μέρος ὅπου κατασκευάζουν βαρέλλια Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/