γαλανάδα (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλανάδα (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Τυπολογία

γαλανάδα (ΙΙ) ἡ, Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαλανὸς (ΙΙ) καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι).

Σημασιολογία

1) Λευκότης: Γαλανάδα ὁ κόσμος ἀπὸ τὴ χιˬονιˬά! Συνών. γαλανισμὸς 1. 2) Πελιδνότης, ὠχρότης. Συνών. γαλανισμὸς 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/