ἀρχιτσέλιγκας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχιτσέλιγκας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρχιτσέλιγκας ὁ, σύνηθ. ἀρχιτέλιγκας Ἤπ. (Κούρεντ.) ἀρχιτσέλ᾿gας βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχι- καὶ τοῦ οὐσ. τσέλιγκας.

Σημασιολογία

1) Ἀρχιποιμήν. 2) Ὁ ἀνώτερος τῶν ποιμένων, ὅταν ἑνωθοῦν πολλὰ ποίμνια διαφόρων κτητόρων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/