ἀντὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντὶ τό, ἀντὶν Κύπρ. Πόντ (Κερασ.) ἀντὶ κοιν. καὶ ’Απουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ὄφ.) ἀdὶ Ἄνδρ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Ὄρ.) Ἰθάκ. Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ. κ.ἀ) Κρήτ. (Βιάνν. Σέλιν. κ.ἀ.) Κυδων. Κύθηρ. Κύθν. Λέσβ. Μακεδ. (’Αρν. Χαλκιδ.) Μέγαρ. Μύκ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Σάμ. Σέριφ. Στερελλ (Λεπεν.) κ.ἀ. ’ντὶ Σίφν. ταντὶ Ρόδ. ἀgὶ Λέσβ. (Πλομάρ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀντίον. Πβ. ΓΧατζηζωγ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 10 (1898) 541 κἑξ. Ὁ τύπ. ταντὶ ἐκ τῆς μετὰ τοῦ ἄρθρ. συνεκφορᾶς ὡς καὶ ἀγγε͜ιόπουλλο-ταγγόπον, ἄντερο-τάντερο, οὐράδιν-τουράδιν κττ. Διὰ τὸν τύπ. ἀgί, ὁ ὁποῖος ἀναλογικ. ἐκ τοῦ πληθ. ἀgιˬά, πβ. ἀγνάντιˬωμα-ἀχνιˬάγκιˬωμα, ἀρχοντιˬὰ-ἀρχογκιˬά, δόντιˬα-δόγκιˬα κττ.
Σημασιολογία
1) Ὄργανον τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, κυλινδρικὸς κανών, περὶ ὃν τυλίσσεται τὸ ὑφαινόμενον Ρόδ.: ᾎσμ. Ἡ βούα σου νὰ τσακιστῇ, τ' ἀντί σου νὰ ραΐσῃ κ᾿ ἡ κωππελ-λιˬὰ ποῦ κάθεται νὰ π-πέσῃ ν᾿ ἀρρωστήσῃ (βούα ἀντὶ γούβα=ὁ ὑφαντικὸς ἱστός). Πβ. Πολυδ. 7, 36 «ἱστουργικὸς κανὼν . . . καλούμενος ἀντίον». β) Ὅμοιον ὄργανον τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, περὶ ὃ τυλίσσεται ὁ στήμων. Τὰ δύο ἀντία διαστέλλονται ἀλλήλων διὰ τοῦ προσήκοντος προσδιορισμοῦ: Μπροστινὸ ἀντὶ (περὶ ὃ τυλίσσεται τὸ ὑφαινόμενον), πισινὸ ἀντὶ (περὶ ὃ τυλίσσεται πρότερον ὁ στήμων, κατὰ δὲ τὴν διάρκειαν τῆς ὑφάνσεως ἐκτυλίσσεται) κοιν. Μπρὸς ἀdὶ’, πίσ’ ἀdὶ Κύθηρ. Τὸ δεύτερον κατὰ τόπους χαρακτηρίζεται καὶ ἄλλως: Καταπουδ'νὸ ἀdὶ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ἀπάνω ἀdὶ Ἰθάκ. ᾽Επρήστην τὸ έριν μου τ’ ἐγίνην ἀντὶν (διὰ τὸ ὀγκῶδες τοῦ ἀντίου τοῦ φέροντος ὕφασμα ἢ στήμονα) Κύπρ. || Παροιμ. φρ. Γιˬὰ τ᾽ ἀντὶ ποῦ ἔχει τέσσερεις τρῦπες (ἀπάντησις εἰς τὴν ἐρῶτησιν γιˬατί; ὑπὸ τοῦ ἀπαξιοῦντος νὰ λύσῃ τὴν ἀπορίαν τοῦ ἐρωτῶντος. ᾿Ιδ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2, 324 κἑξ.) σύνηθ. Γιˬὰ τ᾿ ἀντὶ ποῦ ’φαίνουν τοὺ παννὶ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἡ Παπαντὴ βάζει τοὶς γεˬορτὲς ’ς τ’ ἀντὶ (αἱ ἀπὸ τῶν Χριστουγέννων ἀρχόμεναι μεγάλαι ἑορταὶ λήγουν μὲ τὴν ἑορτὴν τῆς Ὑπαπαντῆς) Αἴγιν. Ὅσο σὲ βλέπω, μαῦρ’ ἀντί, κεφάλι δὲ σηκώνω (ὅταν εἶναι ἀνάγκη νὰ ταλαιπωρηθῶμεν πρὸς διεξαγωγὴν ἐπιπόνου ἐργασίας. Ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῆς ὑφαινούσης, ὅταν ἀποβλέπῃ εἰς τὸ πλῆρες στήμονος ἀντίον) Ζάκ. || ᾎσμ. Νά ᾿μουν ἀντὶν τῆς βούφας σου, πατίδκιˬα τῶν ποδιˬῶν σου, νά’ μουν ὁ χαρ'τωμένος σου, νὰ φίλουν τὸν λαιμόν σου (βούφα ἀντὶ γούβα=ὁ ὑφαντικὸς ἱστὸς) Κύπρ. Μὴ μὲ δέρνῃς, μάννα, μὲ τ᾿ ἀργαλε͜ιοῦ τ᾿ ἀντί, γιˬατὶ θὰ dὸνε πάρω ἐγὼ τὸν Κωσταντῆ Παξ. Θέ μου, νὰ ραϊστῇ τ᾿ ἀντί, νὰ τσακιστῇ τὸ χτένι Πελοπν. (Συκεὰ Κορινθ.) γ) Ὁ ὑφαντικὸς ἱστὸς ὡς σύνολον Χίος. Ἡ σημ. καὶ μεσν. 'Ιδ. Θησαυρ. 1,2 σ. 946C «ἀντίον• ἔνθα ὑφαίνουσιν αἱ γυναῖκες, insubulum». Πβ. ἀντιˬάς. 2) Πληθ., δοκοὶ ξύλιναι ἐμπεπηγμέναι ἐπὶ τῶν ἑκατέρωθεν τοίχων τῆς γεφύρας ἐπ᾿ ἀλλήλας καὶ ἐξέχουσαι ἡ ὑπερκειμένη πλέον τῆς ὑποκειμένης εἰς τρόπον, ὥστε τὸ ἄνοιγμα τῆς γεφύρας νὰ περιορισθῇ καὶ ἔπειτα νὰ συνδεθῇ διὰ σανίδων Πόντ. (Ὄφ.) 3) Τὸ ἔλυμα τοῦ ἀρότρου Κεφαλλ. (πβ. ΠΦουρίκ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 30 <1919> 356 κἑξ.) Συνών. ἀλετροπόδι, κουντούρι. 4) Ξύλον παχὺ χρησιμεῦον εἰδικῶς διὰ τὸν εὑνουχισμὸν τῶν ζῴων διὰ τοῦ λεγομένου κοπανίσματος Κρήτ. 5) Ξύλον κυλινδρικὸν μήκους μιᾶς ὀργυιὰς, δι᾽ οὗ πιέζουν τὸν ἐντὸς εἰδικοῦ σάκκου ἀκάθαρτον κηρὸν πρὸς ἀποστράγγισιν τοῦ καθαροῦ Σῦρ. 6) Ὁ κατακόρυφος ἄξων τοῦ μυλῶνος περὶ ὃν στρέφεται τὸ ἀπανωλίθι Πελοπν. (Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA