ἀντιβαδιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιβαδιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιβαδιˬάζω Θεσσ. Κέρκ. Παξ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Χίος (᾽Αμάδ. Ζυφ. κ.ἀ.) -ΓΜαρκορ. Ποιητ. ἔργ. 43 ἀντιαδιˬάζω Κάρπ. ἀντιβατιˬάζω Νίσυρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. ἀντιβαδιάζω, ὃ ἐκ τοῦ βάδιον-vadium, περὶ οὗ ἰδ. Δουκ.
Σημασιολογία
1) ’Επὶ μελλονύμφων, κάμνω ὥστε νὰ προτιμηθῶ ἄλλου, παρευδοκιμῶ τινα Κάρπ.: Ἡ τάδε ἐντιάδιˬασε τὴν τάδε καὶ πῆρε τὸν γαμπρὸ (δηλ. ἐπῆρε τὸν γαμβρόν, τὸν ὁποῖον ἠμφεσβήτει ἡ ἄλλη). 2) Δίδω ἐπὶ πλέον, πλειοδοτῶ Νίσυρ. Χίος (Ζυφ.): Ἀντιβάτιˬασε καὶ πῆρε τὸ χωράφι Νίσυρ. Συνών. ἀβαντζάρω Α2, ἀναβαντζάρω 1. 3) ᾽Εναντιοῦμαι, ἀντιφέρομαι Θεσσ. Κέρκ. Παξ.: Ἀντιβάδιˬασα ’ς τὰ κέφιˬα της Κέρκ. β) Παρεμβάλλομαι ὡς πρόσκομμα, ἐμποδίζω Κέρκ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) -ΓΜαρκορ. ἔνθ᾽ ἀν.: Δὲ σ’ ἀντιβαδιˬάσαμε, μωρή! Βούρβουρ. || Ποίημ. Μήτε νὰ τρέχῃ ’ς τὴν αὐλὴ μὲ γλήγορα ποδάριˬα ποσῶς τὴν ἀντιβάδιˬαζαν οἱ σκῖνοι, τὰ πρινάρια ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν. 4) ᾽Απαντῶ ἐμμέτρως διὰ διστίχου εἰς ἄλλο δίστιχον ἀπευθυνόμενον πρός με, μεταξὺ χορευόντων κατὰ τὰς πανηγύρεις Χίος. Συνών. ἀνταμείβω 3. 5) ’Απαντῶ εἰς εἰρωνείαν, εἰς πείραγμα Χίος. 6) Καθόλου, πειράζω, ἐνοχλῶ Χίος (᾽Αμάδ.): Μὴ μ᾿ ἀντιβαδιˬάζῃς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA