βαγενοκαμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγενοκαμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαγενοκαμάρα ἡ, (Λαογρ. 2,234).
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βαγένι καὶ καμάρα.
Σημασιολογία
Ναὸς μεθ’ ἑνὸς μόνου κυλινδρικοῦ θόλου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA