γαλανιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλανιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαλανιˬάζω Ρόδ κ.ἀ. – ΣΜυριβήλ. Ζωὴ ἐν τάφ. 87 καὶ 299 - Λεξ. Βλαστ. 348 καὶ 364 γαλανιˬάζου Λέσβ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαλανὸς (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) ’Αποκτῶ χρῶμα κυανοῦν Ρόδ κ.ἀ. – ΣΜυριβήλ. ἔνθ’ ἀν. 299 - Λεξ. Βλαστ.: Φρ. Τὴν ὥρα ποῦ γαλάνιˬαζε ὁ οὐρανὸς (δηλ. ξημέρωνε) ΣΜυριβήλ. ἔνθ' ἀν. Πβ. γαλαζώνω 1β. β) ᾽Αποκτῶ χρῶμα κυανόμαυρον ἢ μαῦρον Ρόδ.: ᾎσμ. Ἄσπρος γεννᾶτ’ ὁ κόρακας κ’ ὕστερα γαλανιˬάζει καὶ μαῦρος καταστένεται καὶ τοὺς γονεούς του μο͜ιάζει Συνών. γαλαζώνω 1β. 2) Ξημερώνω ΣΜυριβήλ. ἔνθ᾿ ἀν. 87: Ἔτσι μονομιˬᾶς βρεθήκαμε κοντά του ὅ,τι ἔπιˬανε νὰ γαλανιˬάζῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/