γαλανίζω (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλανίζω (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαλανίζω (Ι) ἀμάρτ. ᾽αλανίζω Νάξ. (᾽Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαλανὸς (Ι)
Σημασιολογία
Σταματῶ, παύω νὰ βρέχω (θὰ ἐλέγετο κατ᾿ ἀρχὰς τὸ ρῆμα ἐπὶ τοῦ αἰθριάζοντος καὶ γαλανοῦ καθισταμένου οὐρανοῦ): Ὁλημερὶς τσῆ μέρας ἤβρεχε, δὲν ἐαλάνισε μιˬὰ στιμῆς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA