ἀντιβάλλω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιβάλλω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιβάλλω Καππ. (’Ανακ. Ποτάμ. Σινασσ.) Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Νίσυρ. Πόντ. (Κερασ.) ἀdιβάλλω Θήρ. ἀdιβάνω Ἰθάκ. ἀντιβάω Πόντ. (Κολων.) ἀdιβάω Κεφαλλ. Ἰθάκ. ’dιβάω Κεφαλλ. ἀρτιβάλλω Βάρν. ἀρτ’βάλλου Θρᾷκ. (Αἶν.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀντιβάλλω.

Σημασιολογία

1) Παρεμβάλλω πράγματα, γίνομαι αἴτιος ἔριδος μεταξὺ ἄλλων, διαβάλλω Πόντ. (Κερασ. Κολων.) 2) Ἐναντιοῦμαι, καταφέρομαι κατά τινος Νίσυρ. Πόντ. (Κολων.) 3) Ὠθῶ Κεφαλλ.: Τὸν ἀdίβαξε κ᾿ ἔπεσε. 4) Πιέζω Ἰθάκ. Κεφαλλ.: Ἀdιβάνω γιὰ νὰ στιβάξω τὰ σκουτιˬὰ ᾿Ιθάκ. 5) ’Αναφέρω, μνημονεύω Βάρν. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Καππ. (’Ανακ. Ποτάμ. Σινασσ.) Κέρκ. (’Αργυρᾶδ.): ᾌσμ. Ἅι μου Γεˬώργι, ἅγιˬε, μέγα καὶ καβαλλάρι, ’ς τὴ Δέσποι καὶ ’ς τὴ δύναμι ἔχω νὰ σ’ ἀdιβάλλω, ποῦ σκότωσες τὸ λέοντα, τὸ δράκω τὸ μεγάλο Θήρ. Ἅγιˬο μ᾽, ἅγιˬο μ᾽, ἅι-Γεˬώρι μου, χρυσέ μου καβαλλάρι, ἔχω μιˬὰ χάρι νὰ σοῦ πῶ, θέλω νὰ σ᾽ ἀντιβάλλω Καππ. (Σινασσ.) Ἀδύνατο κιˬ ἀχάριτο θέλω νὰ τ' ἀντιβάλω γιˬὰ τὸ θεριˬὸ ποῦ σκότωσες, τὸ δράκοντα μεγάλο ’Αργυρᾶδ. Διὰ τὴν σημασίαν πβ. τὸ παρὰ τῷ Λουκ. Εὐαγγ. 24, 17 «τίνες οἱ λόγοι οὗτοι, οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες;» ᾿Ιδ. Κορ. Ἄτ. 2, 50 κἑξ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναθιβάλλω Β 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/