βαγεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαγεύω Μῆλ. Μύκ. Νάξ. (Κορων.) βαιˬεύω Νάξ. (Κορων.) βαεύγω Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ. Τρίποδ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. βαγεύω. Πβ. Σουΐδ. «βαγεύει˙ πλανητεύει».
Σημασιολογία
Περιπλανῶμαι, περιφέρομαι εἰς τοὺς δρόμους ἀπουσιάζων ἐκ τοῦ σχολείου ἢ ἀποφεύγων ἐργασίαν ἔνθ’ ἀν.: Ὅλη μέρα βαεύγει Ἀπύρανθ. ᾿Εβάεψες πάλι σήμερα καὶ δὲ bῆγες ’ς τὸ σκολε͜ιὸ Γαλανᾶδ. || ᾎσμ. Βρίσκει κυρὰ κ’ ἐγεύουνταν, βαγίτσες κ’ ἐβαγεύουνταν Μῆλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA