ἀντίβαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίβαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντίβαρο τό, ’Αθῆν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. βάρος.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἀντίρροπον βάρος τῶν ἄνω καὶ κάτω συρομένων λαμπτήρων διὰ νὰ ἰσορροποῦν εἰς τὸ ἑκάστοτε ἀναγκαῖον ὕψος. 2) Καθόλου, πᾶν βάρος ὡς ἐξάρτημα μηχανῆς πρὸς ἀντιρρόπησιν κατὰ τὴν λειτουργίαν αὐτῆς, οἷον τῆς χρυσωτικῆς μηχανῆς τῶν βιβλιοδετῶν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA