βαγιˬανός
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγιˬανός
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαγιˬανός ἐπίθ. Θηλ. βαγιˬανὴ Κρήτ. Σῦρ. Χίος ἀβαγιˬανὸς ὁ, Λέσβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βάγιˬο καὶ τῆς καταλ. –ιˬανός.
Σημασιολογία
1) Θηλ., ἡ τῶν Βαΐων Κρήτ. Σῦρ. Χίος: Βαγιˬανὴ βδομάδα (ἡ ἑβδομὰς τῶν Βαΐων ἡ προηγουμένη τῆς Μ. Εβδομάδος). Τὸ ἀρσεν. Βαγιˬανὸς ὡς ὄν. κύριον ἢ ἐπών. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κάρπ. Κύθν. Μεγίστ. Σάμ. Ἀβαγιˬανὸς Θρᾴκ. (Μαδυτ.) Θηλ. Βαγιˬανὴ κύριον ὄν. Μεγίστ. Βαιˬανὴ Θρᾴκ. (Αἶν.) 2) Ἀρσεν. οὐσ., τὸ φυτὸν λεβάντα Λέσβ. Συνών. βαγεˬὰ 7.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA