γαλανόξανθος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλανόξανθος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαλανόξανθος ἐπίθ. πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν ἐπιθ. γαλανὸς (Ι) καὶ ξανθός.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων γαλανοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ κόμην ξανθήν. 2) Ὁ ἔχων χρῶμα κυανοῦν πρὸς τὸ ξανθὸν ἀποκλῖνον ΑΒαλαωρ. Ἔργ. 2,280: Ποίημ. Θάλασσα γαλανόξανθη, μαρμαρωμένη, κρύα

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/