βαγιˬαντανὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγιˬαντανὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαγιˬαντανὴ ἡ, Κάσ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ οὐσ. βάγιˬα.
Σημασιολογία
Θεράπαινα: ᾎσμ. Ἡ νεˬὰ ποῦ μ’ ἀγαπᾷ | πάντα μοῦ μηνᾷ πάντα μοῦ παραγγέλνει ǀ μὲ μιˬὰ βαγιˬαντανή, μὲ τὴ μικρὴ βαΐσσα | τὴ μυστηριˬανή. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βάγισσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA